- σεξιστής
- ο, θηλ. σεξίστρια, Ν οπαδός τού σεξισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sexiste < sexe «φύλο» (βλ. λ. σεξ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σεξιστικός — ή, ό, Ν [σεξιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σεξισμό («σεξιστική αντίληψη») … Dictionary of Greek